βγήτε
Смотреть что такое "βγήτε" в других словарях:
δειλιάζω — (Μ δειλιάζω) κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε») νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει») 2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek